Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Μάνα, μπορώ να πάω έξω και να σκοτώσω σήμερα?




Ο Βλαδίμηρος στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη του δωματίου του εδώ και δεκαεφτά λεπτά. Ο καθρέφτης είχε πάνω σχέδια της disney, με την μικρή γοργόνα. Οι φωνές ακουγόταν και σήμερα… και μάλιστα αρκετά έντονα, από κάποιο μέρος που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Σκέφτηκε πως θα πρέπει να φταίει το άρρωστο μυαλό του τελικά…
   «Βλαδίμηρε έλα που είσαι τόση ώρα? Περιμένει η μανούλα.»
   «Ναι μητέρα έρχομαι. Αλλά… μήπως είμαι λίγο μεγάλος για να με κάνεις μπάνιο?»
   Η γυναίκα χαστούκισε το γιο της με αρκετή δύναμη ώστε να αφήσει ένα μεγάλο σημάδι στο τροφαντό του μάγουλο. Τον κοίταξε με διαπεραστικό βλέμμα λες και τον υπνώτιζε.
   «Ποιος σου τα ‘μαθε αυτά, μπορείς να μου πεις? Αχ… αυτές οι ταινίες που βλέπεις, θα σε καταστρέψουν! Τι τις θέλεις μπορείς να μου πεις? Αφού έχουμε σε κασέτες όλα τα επεισόδια από το μικρό σπίτι στο λιβάδι… Αλλά βέβαια, η αχαριστία σου δεν έχει όρια. Να δω όταν θα πεθάνω ποιος θα σε φροντίζει, γιατί εσύ θα με πεθάνεις, να δω τι θα κάνεις τότε…»
   «Μανούλα μη λες τέτοια σε παρακαλώ. Θα σ’ αγαπάω για πάντα. Συγγνώμη που ήμουν κακό παιδί. Θα επανορθώσω για όλα στο υπόσχομαι. Έλα τώρα να με κάνεις μπανάκι και να δούμε την αγαπημένη μας σειρά.»
   Έτσι και έγινε. Η μάνα τον πήρε από το χέρι στο μπάνιο και όταν τελείωσε, τον σκούπισε με την αγαπημένη του πετσέτα, του έβαλε ένα παιδικό μπουρνούζι και έκατσαν μαζί με τον πατέρα στο σαλόνι να δουν την αγαπημένη  τους σειρά στο βίντεο. Ο πατέρας κάθισε δεξιά, η μάνα αριστερά και ο Βλαδίμηρος στη μέση. Ήταν μόλις 25 χρονών.



Σαββάτο βράδυ. Η πλατεία “Ληστών” γεμάτη. Κόσμος πηγαινοερχόταν όπως πάντα στο πλακόστρωτο. Άλλοι απλά έκαναν γύρες και άλλοι, οι πιο φιλόδοξοι, είχαν επιδοθεί στην ανεύρεση άδειου τραπεζιού. Μια παρέα από μικρά αγόρια στη γωνία, είχε καρφωθεί σε δυο αγγλίδες που σουλατσάρανε και που τα λευκά φορέματα τους, δεν άφηναν πολύ χώρο στην φαντασία. Ο αρχηγός τους πήγε να τους μιλήσει με τα πενιχρά αγγλικά που γνώριζε, αλλά εκείνες του χαμογέλασαν και συνέχισαν τη βόλτα τους, ώσπου ένας ξυρισμένος/λαδωμένος τύπος με σχεδόν ανοιχτό πουκάμισο, ξεκίνησε το καμάκι με επιτυχία. Δυο-τρεις κάγκουρες στο πεντοφάναρο μαρσάριζαν με μανία, σπάζοντας τα νεύρα αρκετών. Αραιά και που, περνούσε και κανένα emo, προκαλώντας τα σχόλια των θεατών… “είσαι σαν την μνηστή του Frankenstein”  είπε εύστοχα ένας trendakias που καθόταν αραχτός σε ένα καναπεδάκι κάτω από τα βόλτα και η ροζ γκόμενα του γέλασε υπερήφανη. Πρέπει να ‘τανε σινεφίλ… η κοπέλα με το περίεργο κούρεμα, που για να βλέπει μπροστά της έπρεπε να γέρνει το κεφάλι της πίσω, λόγο της φράντζας, αποκαλύπτοντας έτσι τα καταγάλανα μάτια της, κρατήθηκε να μη γελάσει… ήταν από της αγαπημένες της ταινίες.
   Την κοπέλα τη λέγανε Νανά και ήταν δεκαέξι χρονών, μικροκαμωμένη με βαριές δερμάτινες μπότες, μαύρο φουστάνι και ένα μαύρο λεπτό μακρυμάνικο μπλουζάκι που άφηνε το αφάλι της μαζί με την κατάλευκη μεσούλα της έκθετη. Απ’ το λαιμό της κρεμόταν μία ανάποδη πεντάλφα… λάθος το σύμβολο των HIM ήταν, το heartagram… φορούσε ακόμα ένα σωρό από περίεργα βραχιόλια στα χέρια. Είχε ένα σκουλαρίκι στο δεξί ρουθούνι και άλλα δέκα μοιρασμένα στα αυτιά. Την είχε πιάσει μια τρομερή φαγούρα στο κεφάλι από τη ζέστη σε συνδυασμό με τις μεγάλες ποσότητες των υλικών διάπλασης εκκεντρικών χτενισμάτων, αλλά δεν τόλμησε να ξυστεί και να προσφέρει ευχαρίστηση στους γύρω της. Πιο πολύ βέβαια την έτρωγε το μουνί της που ήταν φρεσκοξυρισμένο… αλλά αυτό κι αν τολμούσε να ξύσει δημόσια… θα πήγαινε στον Τάκη, το αγόρι της ή κάτι τέτοιο, και ήθελε να κάνει εντύπωση… 


Ο Βλαδίμηρος βγήκε έξω να πετάξει τα σκουπίδια… μια από τις ελάχιστες δραστηριότητες που του επέτρεπαν να βγαίνει από το σπίτι. Το σπίτι στο λόφο ήταν αρκετά απομονωμένο. Το μόνο κτίσμα εκεί κοντά ήταν μια εγκαταλειμμένη βίλα στο πίσω μέρος του δασώδους λόφου, λίγο πιο πάνω απ’ τη λίμνη. Στους πρόποδες του λόφου υπήρχαν μερικά σπίτια όπως αυτά που βλέπουμε στις ταινίες με τις γειτονιές των προαστίων με τους ωραίους κήπους και τους καλούς γείτονες. Κάπου εκεί βρισκόταν και ένα video club… η άλλη αιτία που τον έκανε να βγαίνει στον έξω κόσμο. Αυτή ήταν η συμφωνία. Κάθε δεύτερη μέρα θα βγαίνει για να πετάει τα σκουπίδια και μια φορά τη βδομάδα θα νοίκιαζε μία ταινία. Ο κόσμος, έλεγαν οι γονείς του, ήταν αρκετά επικίνδυνος γεμάτος αδίστακτους κλέφτες και φονιάδες, μικρόβια και αρρώστιες, γυναίκες δολοφόνισσες και πειρασμούς μακριά από τον δρόμο του Θεού. Έτσι, καθώς ο κόσμος άρχισε να γίνετε ολοένα και πιο επικίνδυνος, σύμφωνα πάντα με τους γονείς του, αναγκάστηκαν να τον βγάλουν από το σχολείο, όταν πήγαινε ακόμα έκτη δημοτικού και να τον προστατεύουν στο σπίτι.
   Φορούσε τις παντόφλες του, τις πιτζάμες του και από πάνω το μπουρνούζι του. Ο κάδος ήταν στα δέκα μέτρα από το πορτόνι του κήπου. Πέταξε τις δυο μαύρες πλαστικές σακούλες και καθώς γυρνούσε είδε κάτι να γυαλίζει μες  στο σκοτάδι… εκεί στην άκρη του δρόμου. Έκανε δυο βήματα και τότε αντίκρισε μια κασέτα πεταμένη στα χόρτα. Γονάτισε και την σήκωσε. Στο χάρτινο εξώφυλλο ήταν ζωγραφισμένο ένα παράξενο πρόσωπο με μούσια, μακριά μαλλιά και έναν αγκυλωτό σταυρό στο μέτωπο. Ήταν μια πρόχειρη ζωγραφιά με μαύρο στυλό.
   Η εξώπορτα ακούστηκε να ανοίγει και η μάνα του βγήκε έξω ανήσυχη.
   «Τι κάνεις τόση ώρα εκεί έξω νυχτιάτικα? Έχασες το δρόμο αγόρι μου?»
   «Συγγνώμη μαμά. Αφαιρέθηκα.»  Απολογήθηκε ο Βλαδίμηρος ανοίγοντας το πορτόνι και κατευθυνόμενος προς το σπίτι.
   «Μπες αμέσως μέσα και άλλη φορά να κλειδώνεις το πορτόνι.» Είπε αυστηρά η γυναίκα και πήγε να κλειδώσει…


Η Νανά ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι του Τάκη περίμενε πότε θα επιστρέψει από την τουαλέτα. Είχε μείνει με τα εσώρουχα… ένα μαύρο κιλοτάκι και ένα μαύρο φανελάκι που κάλυπτε το σχεδόν ανύπαρκτο στήθος της. Ποτέ της δεν συμπάθησε τους στηθόδεσμους αλλά πάντα ζήλευε τις κοπέλες με τα μεγάλα στήθη. Στα αγόρια αρέσουν τα μεγάλα βυζιά, σκεφτόταν συνέχεια και εκείνη ήθελε πολύ να αρέσει στα αγόρια. Κοίταξε μια αφίσα με την Jameson στον τοίχο… φορούσε μαύρα εσώρουχα και κρατούσε μια κιθάρα… την κρατάει λες και κρατάει κανέναν πούτσο… πάντως αν είχα ένα ζευγάρι από δαύτα θα έπεφταν όλοι στα πόδια μου, σκέφτηκε και χαμογέλασε στην ιδέα. Τι κάνει και ο άλλος ο μαλάκας εκεί μέσα… μινάρει? Μύρισε τις μασχάλες της να δει αν βρωμάνε… περπάτησε πολύ και με όλα αυτά που φορούσε είχε ιδρώσει αρκετά. Έξυσε το μουνί της με μανία καθώς την έπιασε μια τρομερή φαγούρα πάλι… ούτε μουνόψειρες να ‘χα…
   Παρατηρούσε το δωμάτιο… της άρεσαν οι αφίσες στους τοίχους, αν και κάπως ξεθωριασμένες. Ειδικά αυτή με τον Morrison να είναι καταζητούμενος είχε γίνει κώλος. Η ηλεκτρική κιθάρα του Τάκη ήταν ακουμπισμένη στο γραφείο δίπλα στην ντουλάπα. Έγραφε πάνω Dean και είχε και δυο φτεράκια. Πρέπει να ήταν ακριβή σκέφτηκε αλλά ποτέ δεν μου ‘παιξε κάτι. Όταν την πρωτοείδε πριν δυο βδομάδες που πήγε πρώτη φορά εκεί, πολλά πέρασαν από το μυαλό της… μέχρι πως θα της έγραφε και τραγούδι, που θα γινόταν τρελή επιτυχία σαν το Angie ή το Julia. Τώρα θυμήθηκε ξανά αυτές τις σκέψεις και μαζί θυμήθηκε και το τραγούδι του Ρακιντζή, αυτό που λεγόταν Νανά… το είχε ακούσει πρώτη φορά από έναν μεγαλύτερο φίλο της που της το τραγουδούσε όποτε την έβλεπε… Μα είναι τόσο καλή… η μικρή μου η Νανά… που έχει μάτια γαλανά… μα ποτέ κανείς δε θέλησε να τα προσέξει…
   Η πόρτα με την αφίσα των Motorhead άνοιξε προς τα μέσα και ο Τάκης μπήκε στο δωμάτιο. Δεν φορούσε μπλούζα και οι γυμνασμένοι κοιλιακοί του σε συνδυασμό με το μαλλί του που της θύμιζε τον Ville Valo, την ερέθιζε αρκετά. Είχε και tattoo. Κάτι tribal παπαριές κάτω από τον αφαλό, αλλά καλυπτόταν αρκετά από τις πυκνές του τρίχες, πράγμα που δεν της άρεσε καθόλου.
   «Άργησα? Δεν άργησα.»
   «Τι έκανες τόση ώρα? Έπαιζες το πουλάκι σου?»
   «Και αν σου πω ναι τι θα κάνεις? Θα με τιμωρήσεις?» Η Νανά χωρίς δεύτερη κουβέντα σηκώθηκε από το κρεβάτι και του ξεκούμπωσε το μαύρο τζιν που φορούσε… το κατέβασε και είδε αμέσως τον πούτσο του να σηκώνετε αυτόματα μέσα από το σώβρακο. Εκείνος την έριξε στο κρεβάτι και ξάπλωσε από πάνω της ανοίγοντας της τα πόδια… το γαμηστήρι του, καθώς ήρθε σε επαφή με τη ζεστασιά που έκρυβε η Νανά ανάμεσα απ’ τα πόδια της, δάκρυσε από συγκίνηση. Η σπηλιά της Νανάς άρχισε να δακρύζει και αυτή με μια μικρή καθυστέρηση. Της έβγαλε το φανελάκι και άρχισε να της γλύφει τις ρώγες καθώς εκείνη αναστέναζε και του έμπηγε τα νύχια της στην πλάτη. Κατέβασε το χέρι της χαμηλά και του έπιασε τα τριχωτά του παπάρια… τα έσφιξε… τα έσφιξε πολύ…
   «Ηρέμησε… γιατί τα πέρασες? Πονάνε…» διαμαρτυρήθηκε ο Τάκης και εκείνη θυμήθηκε τις φορές που την είχε πονέσει εκείνος και συνέχισε να τα σφίγγει. Ανέβηκε εκείνη από πάνω ζεσταίνοντας του τον κρεάτινο σωλήνα. Ελευθέρωσε τον πούτσο του από το σώβρακο και κατευθείαν τον έβαλε στο στόμα της. Τον έγλυψε, τον ρούφηξε, τον πιπίλησε για κάνα δίλεπτο ώσπου ο Τάκης την άρπαξε και την έβαλε πάλι κάτω. Πήγε να της σκίσει την κιλότα μα το μόνο που κατάφερε ήταν να την πονέσει και να φάει ένα γερό βρίσιμο… «καλά μαλάκας είσαι? Θα φύγω χωρίς κιλότα?» αλλά δεν το συνέχισε γιατί ήθελε πολύ να γαμηθεί και ο Τάκης είχε ταλέντο. Κατέβασε μόνη της την κιλότα της και εκείνος μπήκε μέσα της με φόρα… «καλά είσαι τελείως μαλάκας? Τι το πέρασες το μουνί μου?» εκείνος απολογήθηκε μουγκρίζοντας χωρίς να σταματήσει το έργο του… μετά από πέντε λεπτά τον έβγαλε και τελείωσε στην κοιλιά της.
   «Σοβαρολογείς?»
   «Όπως βλέπεις…»
   «Τελικά είσαι πράγματι μαλάκας… προτιμάς να μινάρεις στο μπάνιο παρά να γαμάς εμένα.»
   «Τι λες μωρέ βλαμμένο? Τι σε έπιασε?»
   «Πως με είπες ρε γρηγορογαμίκουλα?»
   «Δεν πας να γαμηθείς λέω εγώ…»
   «Αυτό ήθελα ρε μαλάκα, αλλά εσύ μόνο να τον παίζεις είσαι ικανός και να λες μαλακίες για ρίχνεις μικρούλες στο κρεβάτι σου… παλιαρχίδι.»
   «Δεν σου κακόπεσε όμως. Όταν βόγκαγες προχτές που σε ‘σκισα ήτανε καλά.»
   «Προσποιούμουνα ρε μιναρίτα, μπας και σου σηκώνετε που και που για να με γαμήσεις. Έτσι εξηγείτε που δεν έχεις ποτέ μόνιμη γκόμενα ρε μαλάκα… έτσι όπως γαμάς καλύτερα να γινόταν όλες λεσβίες… άχρηστε παπάρα που νομίζεις πως είσαι και κάποιος… κοιτάξτε ρε έναν γαμιά με το μικρό του το ψωλάκι που ούτε σε ξύστρα δεν εφαρμόζει…» Τις τελευταίες της λέξεις της ακολούθησε ένα δυνατό χαστούκι που της ήρθε ξώφαλτσο και που την άφησε άφωνη. Μετά από ένα βουβό λεπτό που ακολούθησε, η Νανά βρέθηκε στο διάδρομο της πολυκατοικίας ολόγυμνη με τα ρούχα της πεταμένα στο πάτωμα. Έβαλε τα κλάματα. Δεν μπορούσε να βρίσει άλλο και αυτή η φαγούρα δεν έλεγε να σταματήσει. Τα μαλλιά της είχαν γίνει κώλος και το μακιγιάζ της μουνί. Η κοιλιά της είχε ακόμα σπέρμα… Ήξερε πως το παρατράβηξε, αλλά στο γαμήσι είχε κάποιες απαιτήσεις που αν δεν τηρούταν από τους συντρόφους της γινόταν ανεξέλεγκτα επιθετική άθελα της. Ήταν και ο Τάκης μαλάκας έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκε στην προσπάθεια της να δικαιολογηθεί. Άρχισε να ντύνετε πριν τη δει κανείς…


   Ο Βλαδίμηρος είχε πάει για ύπνο στο δωμάτιο του, που είχε την ίδια μωρουδίστικη διακόσμηση εδώ και 25 χρόνια. Τον είχε πάρει ο ύπνος όταν άκουσε και πάλι τις φωνές. Τις άκουγε κάθε βράδυ. Του θύμιζαν τους ήχους που έβγαζαν από τα σάπια στόματα τους οι νεκροζώντανοι στις ταινίες που έβλεπε. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, θυμάται και αυτές τις φωνές. Καμιά φορά σταματούσαν για κάνα δυο μέρες αλλά ποτέ δεν είχαν πάψει για περισσότερο. Η μάνα του έλεγε πως είναι μέσα στο κεφάλι του και πως αν διαμαρτυρηθεί ξανά θα τιμωρηθεί σκληρά.
   Καθώς στριφογυρνούσε προσπαθώντας να αποκοιμηθεί, ένοιωσε κάτι σκληρό στην κοιλιά του. Τότε θυμήθηκε την κασέτα… την είχε κρύψει στη τσέπη της πιτζάμας. Σηκώθηκε προσεκτικά και την έβαλε στο μικρό κασετόφωνο που είχε στο κομοδίνο, αφού έβγαλε πρώτα την κασέτα με τον Νταλάρα που του είχε χαρίσει η μάνα του στα γενέθλια του. Πάτησε το play αφού πρώτα χαμήλωσε τελείως την ένταση και η κασέτα άρχισε να γυρίζει. Δυνάμωσε λίγο τη φωνή και κόλλησε το αυτί του στο μεγάφωνο. Το μυαλό του σταμάτησε και άρχισε να παίρνει ανάποδες στροφές (σαν τις στροφές που θα έπαιρνε η κασέτα αν τη γύριζε στην αρχή) και η καρδιά του πάγωσε απ’ αυτό το πρωτάκουστο άκουσμα που άκουσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει και πολύ τους στίχους, εξαιτίας τόσο της χαμηλής έντασης, όσο και της γνώσης του σε αυτήν την ξένη διεφθαρμένη γλώσσα. Όμως κάτι ήταν εκεί μέσα στην ταινία που γύριζε, κάτι που δεν μπορούσε να το χαρακτηρίσει με τα λόγια που είχε μάθει ως τώρα.
   Όταν η κασέτα τελείωσε, έστεκε ακόμα εκεί κολλημένος στο μαγνητόφωνο αποχαυνωμένος, ώσπου να καταλάβει δεκαεφτά λεπτά αργότερα ότι η κασέτα είχε σταματήσει. Όταν δοκίμασε να σηκωθεί κόντεψε να σωριαστεί στο πάτωμα απ’ την ζαλάδα. Κατάφερε με κόπο να κάτσει στο κρεβάτι του και να πάρει στα χέρια του το εξώφυλλο που είχε η κασέτα. Ήταν ένα κομμάτι χαρτί που κάποιος το χε ζωγραφίσει με αυτήν την παράξενη μορφή που του θύμιζε κάποιον μεσσία. Το γύρισε ανάποδα μπας και δει κάτι γραμμένο αλλά τίποτα. Μόνο αυτό το πρόσωπο με τα μάτια που μπορούσαν να σε υπνωτίσουν με την ίδια ευκολία που υπνώτισαν τον Βλαδίμηρο. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του ύστερα από μισή ώρα αποχαυνωμένης παρατήρησης, με τους λιγοστούς, σκόρπιους στοίχους που είχε κρατήσει (λέμε τώρα) από ένα τραγούδι, να γυρίζουν στο χωρίς λαιμό κεφάλι του.a mechanical man… do best I can… I have… family… mechanical boy… mother's toy… play at backyard sometimes… mechanical boy… past is illusion… confusion, The future… confusion… illusion… I had a little monkey… sent it to country… fed him on… … a choo-choo knocked my monkey coo-coo… my monkey is dead…


Ο Τάκης ήταν 21 χρονών και τα πρωινά την έβγαζε συνήθως έξω από κάνα λύκειο προσπαθώντας να ψαρέψει κοριτσάκια. Τώρα που ήταν καλοκαίρι, τριγυρνούσε στο “Ληστών” τα πρωινά για τον παραπάνω λόγο και πάλι. Είχε αδυναμία στις παρθένες, μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε πέσει έξω. Η Νανά ήταν αρκετά προχωρημένη για την ηλικία της και είχε και πολλές απαιτήσεις στο κρεβάτι… Τα μεσημέρια ο Τάκης την έβγαζε στο γυμναστήριο και τα βράδια τραγουδούσε που και που σε κάνα μαγαζί. Εκείνος βέβαια διατυμπάνιζε πως είχε συγκροτήματα και πως θα έβγαζε σύντομα και δίσκο… Όλες του οι δραστηριότητες είχαν ως σκοπό το κυνήγι του σχολικού μουνιού. Τώρα την είχε δει ελαφρώς gothic, πράγμα αρκετά γελοίο για κάποιον που τον λένε Τάκη, αλλά έτσι έριχνε εύκολα τις κοπέλες που αυτοαποκαλούταν ψαγμένες και ώριμες καθώς και τις emo, gothic κτλ εξωτερικού, δηλαδή αυτές που ήταν trendy καμουφλαρισμένες. Φαινόταν αρκετά γυμνασμένος και το καλοκαίρι φούσκωνε τα μπράτσα του μυστηριωδώς. Έμενε σε μια γκαρσονιέρα στην πόλη, δώρο των γονιών του που ήταν μασόνοι. Του είχαν αγοράσει στα τελευταία του γενέθλια και έναν πολλών κυβικών μουνομαγνήτη… έτσι αποκαλούσε ο Τάκης τις μηχανές του μπροστά στους φίλους του. Αλλά τώρα για τον Τάκη θα μιλάμε…


Τρεις ώρες φροντιστήριο τη μέρα είναι αρκετά βάρβαρο το καλοκαίρι, ειδικά τις απογευματινές ώρες και ειδικά σήμερα για τη Νανά. Η πείνα επίσης που της έφερνε ένα αίσθημα σαν τάση για εμετό ήταν εξίσου ενοχλητική, ειδικά όταν ήξερε ότι έχει ακόμα δύο ώρες αρχαία χωρίς διάλειμμα. Σήμερα δεν έφτιαξε τα μαλλιά της. Δεν είχε καμία διάθεση να κάθετε μία ώρα στον καθρέφτη μετά την προχθεσινή της ταπείνωση. Η Νανά σήμερα έμοιαζε περισσότερο με gothic παρά με emo. Με τα (βαμμένα) κατάμαυρα μαλλιά να χύνονται στους ώμους της, απελευθερωμένα από τα δεσμά των συνθετικών, ένοιωθε σίγουρα λιγότερη φαγούρα από χθες. Μπορεί η σχέση της με τον Τάκη να περιορίστηκε μόνο σε μερικές μυστικές συνουσίες της συμφοράς, αλλά δεν της άρεσε καθόλου να την ταπεινώνουν. Ας πρόσεχα, σκέφτηκε ήθελα να πουλήσω μούρη… να έχω γκόμενο με συγκρότημα… συγκρότημα της πούτσας… πάρ’ τα τώρα μωρή μαλάκο… αυτό το αρχίδι ο Τάκης θα κοκορεύεται τώρα στους φίλους του που με γάμησε και με πέταξε έξω ξεβράκωτη… ο καριόλης…
   «Με προσέχεις καθόλου?»
   «Εεεε… ναι, ναι…»


Το χέσιμο το καλοκαίρι ήταν ανέκαθεν φριχτό βασανιστήριο για τους δυσκοίλιους και σήμερα ειδικά για τον Βλαδίμηρο, που είχε να βγάλει κάτι εδώ και τέσσερις μέρες… και είχε πολλά να βγάλει. Το μέχρι σκασμού φαγητό ήταν υποχρεωτικό από τη γέννηση του και τώρα πλέον, δυόμισι δεκαετίες μετά, το είχε συνηθίσει και το απολάμβανε αδιαμαρτύρητα. Πάλι καλά που ήταν μόνο 110 κιλά. Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπο του στο περιοδικό με το εβδομαδιαίο πρόγραμμα που κρατούσε. Η φωτογραφία της Μαρίας της άσχημης απέκτησε μια κηλίδα ιδρώτα στο πρόσωπο.
   Ο Βλαδίμηρος σκούπισε το μέτωπο του προς τα πίσω χτενίζοντας προς τα πίσω τις αραιές ξανθές του μπούκλες. Μόλις κοίταξε ξανά το περιοδικό είδε το μουσκεμένο πρόσωπο της άσχημης Μαρίας και το μυαλό του δημιούργησε τους πιο παράλογους συνειρμούς. Του φαινόταν πάντα υπερβολικά όμορφη… ίσως γιατί ήταν από τις λίγες σειρές της σύγχρονης τηλεόρασης που τον άφηνε η μαμά του να βλέπει και είχε πέσει και αυτός θύμα της αλλόκοτης γοητείας. Τα επόμενα 33 δευτερόλεπτα του έδωσε να καταλάβει ώσπου η διαπεραστική φωνή της μάνας του…
   «θα τυφλωθείς! Σταμάτα αμέσως να κάνεις αυτήν την ποταπή πράξη! Σε διατάζω! Βλαδίμηρε. Σε διατάζω να σταματήσεις!»
   «Συγνώμη μητέρα» απολογήθηκε εκείνος κοιτώντας το μάτι που τον παρακολουθούσε από την κλειδαρότρυπα.
   «Έτσι και σε ξαναδώ να κάνεις αυτό το απαίσιο πράγμα θα σου κόψω το πουλάκι και θα το πετάξω στις κότες του Τζέμου!»
   «Συγνώμη… δεν θα το ξανακάνω…» είπε ο Βλαδίμηρος και ίσως για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, έδειξε σημάδι τσαντίλας στην απολογία του. Σηκώθηκε από τη λεκάνη κρατώντας το περιοδικό με τη φωτογραφία της αγαπημένης του και πήγε στην γωνία του μπάνιου, αριστερά από την πόρτα. Εκεί ήταν ένα μέρος που δεν μπορούσε να τον δει ο μεγάλος αδελφός… γράψε λάθος… που δεν μπορούσε να τον δει η μητέρα του. Εκεί λοιπόν συνέχισε το κατάπτυστο έργο του που όταν τελείωσε, η Μαρία είχε αποκτήσει νέους παχύρρευστους λεκέδες. Ένοιωσε ελεύθερος, ένοιωσε πως πετούσε. Φαντάστηκε τον εαυτό του και την άσχημη στη γωνία του μπάνιου να φιλιούνται και να αλληλοχουφτώνονται με μανία μακριά από τον παντεπόπτη οφθαλμό. Μεταφέρθηκαν σε ένα λιβάδι, σαν αυτό στο μικρό σπίτι στο λιβάδι, και κυλιόταν στο γρασίδι ενώ φιλιότανε παθιασμένα. Της έπιανε τον κώλο και ήταν τόσο σφιχτός σαν τον ζυμαρούλη πριν μπει στον φούρνο. Το στήθος της στη χούφτα του, το αισθανόταν σαν ένα σάκο με καυτή άμμο. Το πρόσωπο του είχε ένα χαμόγελο πρωτόγνωρης ελευθερίας η οποία άρχισε να εξαφανίζετε λίγα δευτερόλεπτα μετά τη βίαιη είσοδο της μάνας του στην τουαλέτα και μετά από τα πρώτα χτυπήματα με το δερμάτινο λουρί…


   Όταν επιτέλους τα αρχαία τελείωσαν, η Νανά κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες για να γλιτώσει από την αγάμητη καθηγήτρια της και την εφιαλτική πολυκατοικία που έμοιαζε με προέκταση του εαυτού της. Σχεδόν υπνωτισμένη από την πείνα περπάτησε μέχρι την ψησταριά του θεσσαλονικιού, πήρε μια λαχταριστή πίτα με γύρο κι απ’ όλα και συνέχισε το δρόμο της. Στο στενό δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι της πάτησε ένα πλαστικό αντικείμενο και το άκουσε να σπάει. Ήταν μια κασέτα. Την σήκωσε με το ελεύθερο της χέρι. Την έβαλε στην τσέπη και δάγκωσε την τελευταία μπουκιά της πίτας. Πέταξε στον κήπο του γείτονα το γεμάτο σάλτσες περιτύλιγμα και έβγαλε τα κλειδιά της και άνοιξε.
   Το σπίτι ήταν άδειο. Στο ψυγείο βρήκε ένα σημείωμα απ’ τη μάνα της που έγραφε πως θα κοιμηθεί στον Κώστα απόψε και να βολευτεί με ότι υπήρχε στο ψυγείο. Η Νανά έριξε μια ματιά στο ψυγείο, έτσι για να βεβαιωθεί πόσο κλασμένη την είχε. Και πράγματι, εκτός από ένα κουτί γάλα που κάποτε ήταν φρέσκο, κάτι χαλασμένα φρούτα και ένα μισοφαγωμένο γιαούρτι δεν υπήρχε τίποτα. Ευτυχώς που ήταν κι ο πατέρας της κάποτε ζωντανός και στραβώθηκε και την παντρεύτηκε. Είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας. Η μάνα της ερωτεύτηκε τρελά την πολύ μεγάλη του περιουσία και σε ένα χρόνο, τον παντρεύτηκε, γκαστρώθηκε και έμεινε χήρα την ώρα που ίδρωνε από πάνω του.
   Πήγε στο στερεοφωνικό του σαλονιού, έβγαλε την κασέτα από την σπασμένη θήκη και την έβαλε μέσα. Το εξώφυλλο που ήταν ένα κομμάτι χαρτί ζωγραφισμένο στο χέρι, είχε μια γνώριμη άσπρη νεκροκεφαλή, με μαύρο φόντο. Το κοίταξε κι από την άλλη μπάντα, αλλά δεν έγραφε τίποτα. Την γύρισε στην αρχή και την έβαλε να παίζει σχεδόν στο τέρμα… το πρώτο κομμάτι ήταν τόσο δυνατό και γρήγορο που την άφησε με μια έκφραση αποχαύνωσης… die die die my darlingκαμιά σχέση με τους tokyo motel και τα άλλα gay συγκροτήματα που άκουγε ως τώρα. Στο δεύτερο τραγούδι έπιασε τον εαυτό της να χοροπηδάει και να χτυπιέται στο σαλόνι… we are 138… we are 138… we are 138… στο τρίτο τραγούδι είχε μουσκέψει απ’ τον ιδρώτα και πέταξε την μπλούζα της στο πάτωμα χωρίς να σταματήσει να χτυπιέται σαν βουρλισμένο… Mommy, can I go out and kill tonightμέχρι το τέλος της κασέτας είχε καταναλώσει όλη την ενέργεια που της είχε απομείνει για σήμερα και έπεσε στο πάτωμα ξερή και αποκοιμήθηκε…


Ο Βλαδίμηρος περπατώντας στις μύτες των χοντρών του ποδιών, έφτασε ως την κουζίνα. Ο πατέρας του και η μάνα του ήταν καθισμένοι στο τραπέζι. “Πρέπει να τελειώνουμε μ’ αυτόν απόψε” είπε η μάνα του και ο πατέρας συμφώνησε, “αν μας καταλάβει τη γαμήσαμε. Αλλά είναι τόσο ηλίθιος που δεν πρόκειται να το προσέξει ποτέ” και ξέσπασαν και οι δύο σε φριχτά γέλια. Ο Βλαδίμηρος που παραμόνευε από την άκρη του τοίχου, σκούντησε με μια άγαρμπη κίνηση το βάζο απ’ το τραπεζάκι και αυτό προσγειώθηκε στο πάτωμα σε 138 κομμάτια. Οι γονείς του αμέσως σηκώθηκαν… “Καλώς τον γιο μας τον μονάκριβο” είπαν ταυτόχρονα και ξέσπασαν ξανά σε γέλια. Τότε ο Βλαδίμηρος κοίταξε την κοιλιά της μάνας του και την είδε τόσο φουσκωμένη, λες και ήταν στον ενδέκατο μήνα. Μετά κοίταξε τα στόματα… “Χριστέ μου” είπε. Είχαν δυο σειρές από σουβλερά δόντια και γλώσσες ερπετού. Τα νύχια τους άρχισαν να μακραίνουν τόσο πολύ που έμοιαζαν με μαχαίρια. Το βλέμμα του τώρα έπεσε στο ραδιόφωνο στο τραπέζι. Ήταν το δικό του ραδιόφωνο, μόνο που τώρα φάνταζε σαν το μοναδικό όπλο που θα μπορούσε να χρειαστεί άνθρωπος για να αντιμετωπίσει δυο τέρατα σαν και τούτα. Τους απέφυγε με δυο ελιγμούς και το άρπαξε. Άρχισε να τους χτυπάει μανιασμένα και καθώς τα χτυπήματα διέλυαν τα κεφάλια τους θαρρείς και ήταν από τσόφλι, πατήθηκε το play και ακούστηκε στο τέρμα η κασέτα… dont do anything illegal… ξεκινούσε το κομμάτι και ο Βλαδίμηρος συνέχισε να χτυπάει βίαια τα κεφάλια μέχρι που δεν έμεινε τίποτα απ’ αυτά… μόνο αίμα παντού. Ένα μαϊμουδάκι μπήκε ξαφνικά μέσα στην κουζίνα και άρχισε να χορεύει σαν μαστουρωμένο. Εκείνος το πλησίασε και αυτό του έδειξε την κοιλιά στο πτώμα που ήταν κάποτε η μάνα του. Οι φωνές που άκουγε τόσα χρόνια… ερχόταν τώρα από εκεί μέσα. Άρχισε να φουσκώνει κι άλλο, ώσπου δεν έπαιρνε άλλο. Έσκασε σκορπίζοντας σάρκες και αίματα παντού. Από την κοιλιά ξεπηδούσαν μωρά ζόμπι που γρύλιζαν και τότε τα πάντα πάγωσαν. Ο Βλαδίμηρος άρχισε να πέφτει με τόση φόρα, σαν να κατέβαινε με μια τσουλήθρα στην κόλαση, για να προσγειωθεί στο κρεβάτι του, απ’ όπου και ξύπνησε…
   Ήταν πολύ νωρίς. Ο πατέρας του δεν είχε φύγει ακόμα για δουλειά. Πάλι άκουγε τα ζόμπι, όπως συνήθιζε να λέει τις φωνές στο κεφάλι του και του ήρθε στο μυαλό ακόμα πιο έντονα ο εφιάλτης και τα μωρά και του ήρθε και η γεύση του εμετού στο στόμα αλλά το συγκράτησε. Το μισό βράδυ το είχε περάσει ακούγοντας την περίεργη κασέτα και ήξερε πως κάπως σχετιζόταν τα τραγούδια με τον εφιάλτη που είδε. Ένοιωθε μίσος και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Μίσος προς ποιον όμως?
   Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, φόρεσε τα ρούχα που του είχε διαλέξει η μαμά του χθες το βράδυ και πήγε να φάει πρωινό. Στο τραπέζι κοιτούσε κάθε τόσο την κοιλιά της μάνας του, μήπως δει κάτι περίεργο, αλλά τίποτα. Συνέχισε πάντως να την παρατηρεί κάθε τόσο…



   Τα μπάνια στη θάλασσα για τη Νανά ήταν απαγορευμένη διασκέδαση. Πρώτον γιατί τα μαλλιά της θα χάλαγαν και δεύτερον γιατί δεν ήξερε να κολυμπάει. Μέχρι πέρσι που δεν ήταν emo περιοριζόταν σε καμιά βουτιά στα ρηχά αραιά και που, όταν έκανε ανυπόφορη ζέστη. Απ’ το Χειμώνα και μετά το πείρε απόφαση πως τελείωσαν τα μπάνια για το υπόλοιπο της ζωής της, αφού πλέον είχε βρει αυτό που αναζητούσε. Ήταν πια emo και θα παρέμενε για όλη της τη ζωή.
   Αυτά μέχρι χτες. Σήμερα είχαν περάσει 12 ώρες απ’ τη στιγμή που άκουσε την κασέτα. Το punk είχε μπει μέσα της. Δεν ήξερε μέχρι χτες τι ήταν, αλλά σήμερα μόλις σηκώθηκε από το πάτωμα νωρίς το πρωί, έτρεξε πάνω στο δωμάτιο της και πληκτρολόγησε κάποιους στοίχους στο internet και έμαθε πως οι Misfits της άλλαξαν τη ζωή! Μετά  ανακάλυψε τους Sex Pistols, Ramones, Dead Kennedys, Black Flag και δεν συμμαζεύετε… και όλα αυτά σε ταχύτητα road runner. Η emo  Νανά ήταν πλέον παρελθόν. Άκουσε τραγούδια που είχαν αρχίδια και αποφάσισε να σκίσει τις αφίσες από τα άλλα τα αρχίδια στον τοίχο. Δεν το πίστευε. Ήξερε πια πως για την υπόλοιπη ζωή της θα ήταν… punk! Προς το παρών ήθελε να πάει στο video club και να αγοράσει την αφίσα των Misfits με την νεκροκεφαλή. Θυμήθηκε γιατί της φάνηκε γνώριμη αυτή η νεκροκεφάλα… την είχε δει πρώτη φορά στο video club της γειτονιάς, την ώρα που έψαχνε για αφίσες των tokyo hostel. Φόρεσε λοιπόν το πιο λιωμένο τζιν που βρήκε και ένα μαύρο ξώκοιλο μπλουζάκι, ενώ τα μακριά μαλλιά της τα άφησε απείραχτα και σήμερα από χημικές ουσίες. Πήρε λεφτά και έτρεξε έξω με ένα πρωτόγνωρο χαμόγελο για τα δικά της δεδομένα…



Το video club ήταν άδειο εκτός από την υπάλληλο και έναν περίεργο, χοντρό τύπο με αραιά ξανθά μαλλιά που έψαχνε στις ταινίες τρόμου. Η Νανά μπήκε μέσα με φούρια και άρχισε να ψάχνει σαν τρελή τις αφίσες. Δεν την έβρισκε πουθενά και άναψε ακόμα περισσότερο στην ιδέα ότι είχε πουληθεί και κάποιος μαλάκας την είχε στον τοίχο του. Ιδρώτας έσταζε πάνω στις ζελατίνες. Είχε κοκκινίσει τόσο πολύ που μια έκρηξη θα μπορούσε να είναι ένα σοβαρό ενδεχόμενο. Δεν άργησε να έρθει βέβαια, διαφορετικά δεν θα το ‘γραφα… την ώρα που κατευθυνόταν τυφλή από θυμό προς την κοπέλα του μαγαζιού, συγκρούστηκε με ένα ιδρωμένο γουρούνι, όπως τον απεκάλεσε δευτερόλεπτα αργότερα, που πήγαινε προς την ίδια κατεύθυνση.
   «Ρε μαλάκα, δεν βλέπεις που πας?» Εκείνος δεν αποκρίθηκε. Της φάνηκε σαν καθυστερημένος. Είχε κοκκινίσει αυτόματα και έσκυψε να μαζέψει την ταινία που του ‘πεσε στο πάτωμα.
   «Σου μιλάω ρε βρωμερό γουρούνι. Ούτε συγνώμη δε λες?»
   «Σε παρακαλώ να μιλάς καλύτερα. Εδώ δεν είναι σπίτι σου.» Είπε εξαγριωμένη η υπάλληλος.
   «Άντε γαμήσου και εσύ μωρή μαλάκο.»
   «Τσακίσου έξω ρε κακομαθημένο σκατόπαιδο. Και να μην ξαναπατήσεις εδώ.» Είπε η υπάλληλος, έτοιμη για ένοπλο αγώνα.
   «Γαμώ τον Χριστό σας εδώ μέσα. Μια αφίσα ήθελα γαμώ το κωλομάγαζο σας και γαμώ την Παναγία σας» και έφυγε εξαγριωμένη έξω βλαστημώντας. Για μια ακόμα φορά σε αυτό το παραμύθι, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα νεύρα της. Όταν ήθελε κάτι και δεν μπορούσε να το ‘χει άμεσα, καλύτερα να μην βρισκόσουνα μπροστά της.
   «Τι θες και συ?» Ούρλιαξε η πωλήτρια στο αμίλητο γομάρι    «Καθυστερημένος είσαι?»
   «Όχι… με λένε Βλαδίμηρο… Βλαδίμηρο Καραγιάννη.»



Η Νανά σχεδόν την ίδια στιγμή που έκλεινε πίσω της η πόρτα είχε είδη μετανιώσει για την συμπεριφορά της, αλλά τώρα σκέφτηκε είναι αργά. Να μπω μέσα να ζητήσω συγνώμη? Έγινα που έγινα ρεντίκολο, τώρα να ‘μπαινα και μέσα να απολογηθώ θα με περνούσαν για τελείως βουρλισμένο. Ας περιμένω τουλάχιστον τον χοντρό να του ζητήσω συγνώμη… αλλά μπα… ας την κάνω καλύτερα… αν και δεν φταίω εγώ, αυτός μου έριξε ένα σμπούκιο σαν να συγκρούστηκα με το τραμ το τελευταίο. Δε γαμιέται… πάω να μορφωθώ στο internet.
   Φτάνοντας στο σπίτι πέντε λεπτά αργότερα, βρήκε απ’ έξω και το ποζεροαυτοκίνητο του Κώστα, του επόμενου χρηματικού στόχου της μάνας της. Δεν είχε ιδέα τι μάρκα ήταν αλλά ήταν σίγουρη πως μ’ αυτό αγόραζες σπίτι. Τον κωλόγερο, είπε μέσα της, έτσι βγάζει γκόμενες…


   Ξημερώματα… Ο Βλαδίμηρος στριφογυρνάει στο κρεβάτι του μη μπορώντας να κοιμηθεί. Σκεφτόταν ότι τα χρόνια περνάνε γρήγορα. Τώρα θα μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του άντρα, όμως ήξερε ότι δεν ήταν. Όταν ερχόταν σε επαφή με τον έξω κόσμο καταλάβαινε πως το κοιτούσαν όπως κοιτούσαν αυτούς τους Amish σε ένα δοκιμαντέρ που είχε δει κάποτε. Κάτι του φράζει το δρόμο, κάτι τον εμποδίζει να μεγαλώσει και να ζήσει σαν τους άλλους… Σήμερα είχε τόσα πολλά νεύρα για ότι είχε συμβεί και στο video club… κατάλαβε πως του ήταν αδύνατο να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ακόμα και από ένα μικρό κορίτσι… 
   Στέκεται ανάσκελα με τα μάτια καρφωμένα στο ξύλινο ταβάνι. Προσπαθεί να θυμηθεί τι έκανε χθες, τι έκανε προχθές, τι έκανε τον τελευταίο καιρό… τίποτα. Ένα μεγάλο ΤΙΠΟΤΑ! Το πιο σημαντικό που του είχε συμβεί τα τελευταία χρόνια ήταν αυτή η κασέτα και ο τύπος με τα μούσια που προσπαθούσε να του δείξει πράγματα που δεν μπορούσε να αντιληφθεί. Και κάτι άλλο… Ήταν σίγουρος πως οι φωνές που ακούει και αυτή τη στιγμή ακόμα, είναι υπαρκτές και όχι δημιουργήματα του άρρωστου μυαλού του, σαν τους τρελούς στις ταινίες. Εδώ ήταν άλλη ταινία σκέφτηκε. Εδώ κάτι συμβαίνει… όχι… εδώ δεν είναι ταινία. Είναι η ζωή μου και κάτι συμβαίνει… “ποια είναι?” Είπε μια φωνή που αυτή τη φορά ήταν πράγματι απ’ το κεφάλι του.
   Τότε συνειδητοποίησε για πρώτη ίσως φορά μέσα σε δυόμισι δεκαετίες, ότι δεν ζούσε στην πραγματικότητα εκείνος αλλά «αυτοί». Ο … δεν έζησε ποτέ. Ο ποιος? «αλήθεια πως με λένε?»  Εκείνη ήταν η πρώτη φορά στη ζωή (του?) που απέκτησε συνείδηση της ύπαρξης του! Ποιοι ήταν «αυτοί» που του έκλεβαν τη ζωή τόσα χρόνια? Ποιοι ήταν εκείνοι που τον μετέτρεψαν σε ένα μηχανικό αγόρι όπως στο τραγούδι? Ήταν αυτοί που τον έκοψαν απ’ το σχολείο και απ’ τους παιδικούς του φίλους. Ήταν αυτοί που τον έκλεισαν στο σπίτι και τον εμπόδισαν να κάνει οτιδήποτε στη ζωή του. Αυτοί που ακόμα και τώρα τον έκαναν μπάνιο, την στιγμή που σε όλα τα έργα οι άντρες στην ηλικία του έκαναν μπάνιο μόνοι τους!                                   
   Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι. Είχε ιδρώσει και ήξερε ότι δεν ήταν από τη ζέστη. Θυμήθηκε μια φράση. Μια φράση που είχε ακούσει αρκετές φορές στη ζωή του. «Εδώ μέσα είναι η ζωή σου. Αφού έχεις εμάς. Τι να πας να κάνεις εκεί έξω?» Το βλέμμα του στράφηκε προς την πόρτα. Το κεφάλι του βομβαρδιζόταν από αναμνήσεις.
   Από τότε που θυμόταν τον εαυτό (του) «αυτοί» αποφάσιζαν για τη ζωή (του)… τι φαγητό του αρέσει, τι θα δει στην τηλεόραση, τι θα φορέσει, πότε θα μιλάει, πότε θα το βουλώνει, τι θα γίνει όταν ή άμα μεγαλώσει…
   Προχώρησε ξυπόλητος προς την πόρτα που ήταν πάντα ανοιχτή, βγήκε στο διάδρομο και συνέχισε την πορεία του. Το πρόσωπο του ήταν χλωμό και ιδρώτας έσταζε στις καλοκαιρινές του πιτζάμες. Είχε μια έκφραση ανατριχιαστική μα ταυτόχρονα αποφασιστική. Τα βήματα του ακουγόταν στο ξύλινο πάτωμα, σαν  μονότονη πένθιμη μελωδία που σε συνδυασμό με τις φωνές που είχαν λυσσάξει σήμερα, έφτιαχναν την πιο αρρωστημένη μουσική σύνθεση! Έφτασε στην εξώπορτα ξεκλείδωσε και βγήκε έξω. Κατέβηκε τα σκαλάκια της βεράντας και κατευθύνθηκε προς την μικρή ξύλινη αποθήκη του κήπου. Μπήκε μέσα. Εκεί, στο λιγοστό φως της νύχτας, το αντίκρισε…  
   Ο Βλαδίμηρος άρπαξε το τσεκούρι, το κράτησε με τα δυο του χέρια και το κοίταζε. Καθώς το παρατηρούσε ήταν λες και εκείνο τον κοιτούσε, λες και εκείνο τον κρατούσε, λες και εκείνο τον έλεγχε… τα χέρια του έσφιγγαν το τσεκούρι όλο και πιο δυνατά. Οι φλέβες διαγράφονταν πια καθαρά πάνω στα χοντρά και άτσαλα χέρια του και στο ιδρωμένο μέτωπο του. Ένα μοχθηρό χαμόγελο έκανε το πρόσωπο του να δείχνει ακόμα πιο αρρωστημένο…
   Προχώρησε λίγα βήματα και κοντοστάθηκε μερικά μέτρα μπροστά από το σπίτι που τόσα χρόνια λειτουργούσε ως η προσωπική του φυλακή. Τώρα το έβλεπε καθαρά. Το μυαλό του είχε ξεθολώσει. Τώρα το ήξερε. Ήξερε ποιοι ήταν στα αλήθεια οι άνθρωποι που θεωρούσε γονείς του. Ήταν «αυτοί», οι δεσμοφύλακες της ζωής του, οι ένοχοι, οι εχθροί… και τώρα το αγόρι θα γινόταν ο δήμιος, ο δικαστής. Στα χέρια κρατούσε το όργανο του νόμου. Είχε έρθει η στιγμή που θα απέδιδε δικαιοσύνη.
   Έκανε διστακτικά ένα βήμα μπροστά και μετά άλλο ένα και ήξερε από το πρώτο βήμα ότι δεν θα σταματούσε. Το μίσος που το αποθήκευε τόσα χρόνια μέσα του τον καθοδηγούσε και απόψε θα ξεσπούσε.
   Ανέβηκε τα σκαλοπάτια κρατώντας σφιχτά στα δυο του χέρια το τσεκούρι. Το μόνο που ακουγόταν αυτή την ώρα ήταν οι φωνές. Πολλές φωνές… Με το πόδι του άνοιξε τη μισάνοιχτη πόρτα του σπιτιού. Διέσχισε το διάδρομο ώσπου έφτασε έξω από το δωμάτιο των γονιών του. Έκανε να ανοίξει όμως η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Χωρίς να το σκεφτεί ρίχνει μια κλοτσιά στην πόρτα, αλλά δεν άνοιξε. Σηκώνει το τσεκούρι ψηλά και το προσγειώνει πάνω της. Ακούει τη μάνα του να ουρλιάζει. Συνεχίζει την μανιασμένη προσπάθεια του να διαλύσει την πόρτα, το ένα χτύπημα πίσω από το άλλο. Την ίδια ώρα ο πατέρας του αρχίζει να απειλεί τον άγνωστο εισβολέα.
   «Έχω καραμπίνα μαλάκα, φύγε το καλό που σου θέλω» Ακούστηκε και η μάνα να ουρλιάζει…
   «Έχουμε καλέσει την αστυνομία. Άσε μας ήσυχους…» ξεσπώντας σε λυγμούς. Το τσεκούρι προσγειώνεται στην κλειδαριά, ακολουθεί μία κλοτσιά και η πόρτα ανοίγει. Αντικρίζει τους γονείς του έντρομους, γεμάτους απορία και με μία κρυφή αίσθηση ενοχής. Η μάνα του είπε κλαίγοντας…
   «Αγάπη μου δε κοιμάσαι?» Την ίδια στιγμή ο Βλαδίμηρος σηκώνει το τσεκούρι και ρωτάει…
   «Τι είναι αυτές οι φωνές?»
   «Ποιες φωνές?» απάντησε με μια ερώτηση ο μπαμπάς του τρέμοντας και το τσεκούρι κατεβαίνει και καρφώνετε αστραπιαία στο στήθος του πατέρα, αιφνιδιάζοντας τον. Εκείνος γονατίζει προσπαθεί να το ξεκολλήσει από τα στήθος του αλλά μάταια. Πέφτει προς τα πίσω νεκρός στα πόδια της γυναίκας του που δεν σταμάτησε να κλαίει και να φωνάζει «γιατί?» Ο νεαρός φονιάς πατάει την κοιλιά του νεκρού πατέρα του γεμίζοντας αίμα την πατούσα του και με τα χέρια του τραβάει το ματωμένο τσεκούρι από τον θώρακα.
   «Ρωτάς γιατί» ούρλιαξε εκείνος. «Απλά πρέπει, δεν μπορώ να σταματήσω. Εσείς γράψατε την ιστορία της ζωής μου και εγώ γράφω τώρα τον επίλογο της δικιάς σας.»  Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που είπε στη μάνα του πριν ξεκινήσει να την χτυπάει με μανία με το τσεκούρι. Σταμάτησε μόνο όταν εξαντλήθηκε. Τότε ήταν που οι φωνές ακούστηκαν δυνατότερα από ποτέ… άναρθρες κραυγές από το… από το πάτωμα!
   Πέταξε το κατακόκκινο χαλί στη άκρη και ανακάλυψε μια καταπακτή που οδηγούσε σε ένα κρυφό υπόγειο! Από εκεί κάτω ακουγόταν. Χωρίς φόβο, με ένα αρρωστημένο χαμόγελο ξέροντας για το τι περίπου θα δει, άνοιξε την καταπακτή. Μια πέτρινη σκάλα οδηγούσε σε μια αμπαρωμένη ξύλινη πόρτα με κάγκελα στο πάνω μέρος. Πίσω απ’ τα κάγκελα κάτι κινούταν… Ήταν τα πλάσματα που άκουγε τόσο καιρό… Δεν ήταν στο μυαλό του. Ήταν στο υπόγειο. Στο σκοτεινό μυστικό υπόγειο που μυρίζει απαίσια. Ξεαμπάρωσε την πόρτα και μαζί με τα πλάσματα, απελευθερώθηκε και η μπόχα τους. Έκανε εμετό όταν ένοιωσε να τον πλησιάζουν οι ανάσες τους. Δεν γύρισε να κοιτάξει παρά μόνο όταν κατάφερε να φτάσει στην κορυφή της σκάλας. Ήταν πολλά. Άλλα σερνόταν και άλλα περπατούσαν. Ήταν όλα τυφλά καχεκτικά ανθρώπινα πλάσματα με άσπρα μακριά μαλλιά, αν και όλα φαινόταν τόσο νέα. Σίγουρα νεότερα απ’ αυτόν! Κάποια ήταν μωρά και άλλα παιδιά, αλλά κανένα δεν ήταν μεγαλύτερο απ’ τον Βλαδίμηρο Καραγιάννη! Η άθλια σωματική τους ανάπλαση και η βρώμα τους, τα μετέτρεπε σε φρικιαστικά πλάσματα που πράγματι έμοιαζαν με τα ζόμπι στις ταινίες του Romero και του Fulci.
   Άρχισαν να ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια σκοντάφτοντας. Αυτό που είδε δεν περιγράφετε. Παρέλαση τεράτων! Ένα-ένα τα πλάσματα έβγαιναν από το μπουντρούμι τους, ανέβαιναν και περνούσαν από μπροστά του, τον μύριζαν και συνέχιζαν το δρόμο τους για την ελευθερία. Ήταν τα περισσότερα τόσο αδύνατα… σκελετωμένα και γεμάτα βρωμιές. Κάποια ήταν θηλυκά και κάποια είχαν φουσκωμένες κοιλιές. Ήταν δεκάδες. Ήταν τα αδέρφια του. Το ήξερε… για αυτό δεν φοβήθηκε. Η μαϊμού πήγε να του το δείξει στο όνειρο του, αλλά δεν το κατάλαβε μέχρι αυτήν την στιγμή το τι εννοούσε.
   Δυο τρία απ’ τα αδέρφια του, ίσως τα πιο σκελετωμένα γονάτισαν προς τους γονείς του και άρχισαν να τους δαγκώνουν, κόβοντας μεγάλα κομμάτια κρέας απ’ το δέρμα τους. Δεν άντεξε να δει άλλο και τράβηξε κι αυτός προς τα έξω μαζί με τα υπόλοιπα αδέλφια του, αφού πρώτα έβαλε στην τσέπη του την κασέτα του, “την μόνη αλήθεια που βρισκόταν σε αυτό το σπίτι” σκέφτηκε. Εκείνα πρέπει να πεινούσαν πολύ. Αν και τυφλά, βρήκαν το δρόμο προς τα έξω. Είχαν αναπτύξει τις υπόλοιπες αισθήσεις τους τόσα χρόνια εκεί κάτω.
   Κατέβαινε τώρα την κατηφόρα του λόφου. Δεν ήξερε που να πάει, απλά περπατούσε ξυπόλητος με τις πυτζάμες κατακόκκινες από το αίμα. Είχε σχεδόν ξημερώσει. Στο βάθος του δρόμου διέκρινε τα πρώτα σπίτια. Τα αδέρφια του κατέβαιναν και αυτά το λόφο παραπατώντας. Κανένα δεν τον ενόχλησε, απλά τον μύριζαν. Αρκετά είχαν είδη φτάσει μέχρι τα σπίτια και είχαν κινήσει την περιέργεια των γειτόνων. Αγουροξυπνημένοι κάποιοι βγήκαν έξω από τα σπίτια τους και το θέαμα που αντίκρισαν τους προκάλεσε τον τρόμο. Ακούστηκαν και κάποια ουρλιαχτά. Ο Βλαδίμηρος όμως δεν νοιαζόταν, απλά κατέβαινε το δρόμο γεμάτος αίματα, με ένα βλέμμα που κοιτούσε στην ενεργό πλευρά του απείρου.   
   Η στιγμή που ξεκούτιανε ήταν όταν οι σειρήνες ξεκίνησαν να βιάζουν τη σιωπή του πρωινού. Έτρεξε τότε και χάθηκε μέσα στα δέντρα του λόφου. Έτρεχε μη γνωρίζοντας προς τα πού πήγαινε, μέχρι που ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Τότε άρχισε να τρέχει σαν διάολος.
   Όταν κουράστηκε και σταμάτησε, είχε φτάσει στην άλλη πλευρά του λόφου. Εκεί που βρισκόταν εκείνο το μεγάλο σπίτι σκέφτηκε…



Καμιά ώρα πριν την σφαγή στο σπίτι στο λόφο και πριν τα ζόμπι κάνουν για πρώτη φορά την εμφάνιση τους στο νησί και αρκετή ώρα πριν οι πυροβολισμοί και οι κραυγές σηκώσουν στο πόδι τη γειτονιά και το νησί ολόκληρο, η Νανά κοιμόταν αμέριμνη. Κάτι την έκανε όμως να ανοίξει τα γαλανά της μάτια που όταν δεν γινόταν έξω φρενών και όταν δεν ντυνόταν σαν φρικιό, την έκανα να μοιάζει με άγγελο. Η πόρτα… κάποιος άνοιξε την πόρτα… κάποιος στεκόταν πίσω της. Κάποιος ανεξήγητος λόγος την έκανε να παγώσει και την εμπόδιζε να γυρίσει πλευρό και να κοιτάξει τον νυχτερινό επισκέπτη. Άκουσε βήματα… τέσσερα βήματα. Τώρα είχε σταθεί ακριβώς πίσω της. κρατήθηκε να μην ουρλιάξει. Ένα χέρι άρχισε να την αγγίζει. Της χάιδεψε τη γυμνή της πλάτη και άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω, ώσπου έφτασε στο εσώρουχο της και προσπάθησε να το παραβιάσει…
   Το ξόρκι τότε που την πάγωσε, λύθηκε και η Νανά πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι της και χωρίς να κοιτάξει πίσω, άρπαξε το ρόπαλο του baseball που βρισκόταν δίπλα απ’ το γραφείο της και της το είχε χαρίσει ένας παλιός γκόμενος. Γυρνάει για να αντικρίσει τον βρωμόγερο τον Κώστα με το σώβρακο που είχε μετατραπεί σε αντίσκηνο.
   «Μαμααααααά» φώναξε η Νανά με όλη της τη δύναμη και εκείνος της όρμισε αμέσως και πριν προλάβει να τον χτυπήσει, την άρπαξε και της έκλεισε το στόμα με το ένα χέρι ενώ με το άλλο προσπαθούσε να κατεβεί χαμηλά. Εκείνη τον πάτησε δυνατά με τη φτέρνα της στο χοντρό δάκτυλο του δεξιού του ποδιού, με αποτέλεσμα την άμεση απελευθέρωση της.
   «Μαμαααααά… που είσαι γαμώ την πουτάνα μου…» ούρλιαξε η Νανά και μόλις είδε τον ανώμαλο να επιτίθεται ξανά του έριξε με το ρόπαλο στο κεφάλι. Τον πήρε πάνω απ’ το δεξί αυτί και το ρόπαλο έσπασε σε δυο κομμάτια. Στα χέρια της Νανάς έμεινε το μικρότερο. Απ΄ τα βαμμένα, ξανθά μαλλιά του επίδοξου παιδεραστή-βιαστή άρχισε να τρέχει αίμα, αλλά το χτύπημα δεν τον πτόησε καθόλου, ούτε η μάνα της μικρής που μπήκε στο δωμάτιο χασμουριώντας  με τα εσώρουχα και έτσι έκανε άλλη μια επίθεση η οποία έλιξε άδοξα για αυτόν… με το αιχμηρό κομμάτι του μπαστουνιού σφηνωμένο βαθιά στο αριστερό του μάτι. 
   «Τι έκανες γαμώ το Χριστό σου?» Τσίριξε η μάνα της και πετώντας την μικρή στην άκρη, γονάτισε πλάι στο κορμί του γαμιά της που σπαρταρούσε και προσπάθησε μάταια να του κρατήσει το χέρι.
   «Θα παντρευόμασταν… με αγαπούσε γαμώ τη Παναγία σου… με αγαπούσε γαμώ το Χριστό σου…» είπε κλαίγοντας, κοιτώντας την κόρη της με μίσος και αμέσως αγκάλιασε το ματωμένο κτήνος που σταμάτησε να σπαρταράει και το μόνο που έκανε πια ήταν να  αιμορραγεί. Το ίδιο συνέβη και στη γυναίκα μετά το γερό χτύπημα που ένιωσε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της από ένα κύπελλο που κερδήθηκε σε εφηβικό πρωτάθλημα τένις.
   Η Νανά ντύθηκε και έβαλε γρήγορα στη τσάντα της λίγα ρούχα. Πήγε δίπλα στο δωμάτιο της μάνας της και έψαξε παντού για λεφτά. Βρήκε αρκετά… ένα χοντρό πάκο πενηντάρικα. Πήρε και ότι βρήκε στα ρούχα του μαλάκα και έφυγε τρέχοντας από την πίσω πόρτα. Στο μυαλό της ήρθαν οι στίχοι απ’ το τραγούδι που είχε ακούσει diediedie my darling και άρχισε να το σιγοτραγουδάει με την παράφωνη φωνούλα της.
   Όταν έφτασε στα δέντρα που κάλυπταν το λόφο εκατό μέτρα μετά την πίσω αυλή, σκέφτηκε να γυρίσει να πάρει την κασέτα αλλά μετά το ξανασκέφτηκε… δεν γαμιέται μια κασέτα είναι…
   Μετά από αρκετό περπάτημα στη δασώδη έκταση του λόφου, μπορούσε να διακρίνει την λίμνη. Κοιτώντας λίγο πιο ψηλά ανατρίχιασε βλέποντας τη θρυλική «βίλα»! Στάθηκε εκεί και την κοιτούσε σαν χαζό. Θυμήθηκε όλες τις ιστορίες που είχε ακούσει απ’ τις γριές τις γειτονιάς…

   Ήταν το καλοκαίρι του 1666 όταν το σπίτι στο λόφο το αγόρασε ένας πλούσιος Άγγλος αριστοκράτης μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα του, η οποία ασχολούταν με τις απόκρυφες τέχνες. Ήταν νέος και όμορφος και άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, μία κάθε μήνα δηλαδή. Η γυναίκα του Αυγούστου όμως, του φύλασσε μια φρικτή έκπληξη. Μια τόσο απαίσια έκπληξη που αν την ήξερε δεν θα άλλαζε ποτέ το πουκάμισο του Ιουλίου… Την ώρα που την έπαιρνε από πίσω ο κωλομπαράς ευγενής, πράξη που στη νεαρή χωριατοπούλα δεν άρεσε καθόλου, έβγαλε από κάτω απ’ το μαξιλάρι ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι και απ’ τη μια στιγμή στην άλλη ο αριστοκρατικός πούτσος απέκτησε νέο σπίτι στο κωλαράκι της χωριατοπούλας. Ενώ εκείνος ούρλιαζε και αιμορραγούσε, η κοπέλα σφίχτηκε και άφησε άστεγο το ακρωτηριασμένο μέλος… η πράξη συνοδεύτηκε από μια κούφια κλανιά. 
   Εκείνος έζησε. Εκείνη όχι. Ικέτευε τη μάνα του να κάνει κανένα μαγικό να φυτρώσει άλλο, αλλά τίποτα. Τον τελευταίο μήνα της άθλιας ζωής του τον πέρασε σκοτώνοντας περαστικούς και ακρωτηριάζοντας τους. Όταν σιγουρεύτηκε πως δεν θα φύτρωνε άλλο λουκάνικο, αυτοκτόνησε.
     Το σπίτι το κάψανε. Το ξαναχτίσανε μετά από πολλά χρόνια και το ονομάσανε «βίλα». Αλλά πάντα κάτι γινόταν και κανείς δεν έμενε για πολύ. Λένε ακόμα πως είναι στοιχειωμένο…

   Ενώ η Νανά σκεφτόταν όλα αυτά συνειδητοποίησε ότι ακουγόταν πυροβολισμοί από μακριά. Άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Στοιχειωμένο-ξεστοιχειωμένο δεν πρόκειται να πλησιάσει κανείς εκεί… Το δρομάκι ήταν γεμάτο βάτα και μέχρι να φτάσει ως την είσοδο, είχε ματώσει αρκετές φορές. Την ώρα που άνοιγε την μεγάλη ξύλινη πόρτα ένοιωσε κάποιον να την παρακολουθεί. Γύρισε και είδε τον τύπο απ’ το video club να την κοιτάζει γεμάτος αίματα.
   «Εσένα πυροβολούν?» Τον ρώτησε η Νανά και εκείνος έγνεψε καταφατικά.
   «Εκεί θα κάτσεις? Πάμε μέσα. Είναι ασφαλής. Δεν θα σε ψάξει κανείς εδώ.» Έτσι μπήκαν και οι δύο μέσα στο παλιό διώροφο σπίτι. Ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση παρόλο που οι τελευταίοι ένοικοι είχαν φύγει πριν 23 χρόνια. Κάθισαν στο σαλόνι σε έναν μεγάλο καναπέ, αφού έβγαλαν πρώτα το πράσινο σεντόνι που τον κάλυπτε.
   «Συγνώμη για χτες» είπε ο Βλαδίμηρος χωρίς να την κοιτάξει στα μάτια ούτε στιγμή.
   «Εγώ θα έπρεπε να σου ζητήσω συγνώμη. Φέρθηκα σαν σκύλα.»
   «Δεν πειράζει…»
   «Όταν νευριάζω δεν ξέρω τι κάνω…»
   «Δεν χρειάζεται να απολογείσαι. Χθες η αντίδραση σου με βοήθησε να καταλάβω κάποια πράγματα.»
   «Σε χτύπησαν? Είσαι γεμάτος αίματα.»
   «Δεν είναι δικό μου αίμα.»
   «Να αρχίσω να τρέχω δηλαδή?»
   «Δεν χρειάζεται» της είπε κοιτάζοντας την για πρώτη φορά στα μάτια. Της άγγιξε τις πληγές από τα αγκάθια στα χέρια.
   «Δεν είναι τίποτα…» είπε εκείνη, «…δεν είναι τίποτα σε σχέση με ότι έκανα σήμερα… αλλά και εσύ δεν πρέπει να πηγαίνεις πίσω.» Ο Βλαδίμηρος χαμογέλασε. Ήταν η πρώτη συζήτηση που έκανε με φυσιολογικό άνθρωπο μετά από πολύ καιρό. Επίσης αισθανόταν πως έκανε και κάτι στη ζωή του, σκοτώνοντας τους γονείς του και ελευθερώνοντας τα αδέρφια του απ’ το μπουντρούμι που βρισκόταν…
   «Σταμάτα να χαμογελάς σαν χαζός. Με τρομάζεις.»
   «Συγνώμη.»
   «Καλύτερα να ασφαλίσουμε την πόρτα» είπε και το βλέμμα της έπεσε αμέσως σε ένα μεγάλο μπαούλο που βρισκόταν κάτω απ’ τις σκάλες που οδηγούσαν στο πάνω πάτωμα. Σηκώθηκε και τράβηξε για εκεί… όταν έφτασε στις σκάλες γύρισε και κοίταξε πίσω, απορημένη και κάπως αγριεμένη…
   «Περιμένεις να το μετακινήσω εγώ μήπως?» Και αμέσως ο Βλαδίμηρος σηκώθηκε και μετακίνησε το μπαούλο προς την πόρτα, προσπαθώντας συνεχώς να κρύψει το πόσο αδύναμος ήταν παρά την σωματική του διάπλαση. Στο τελευταίο σπρώξιμο τον βοήθησε και η Νανά.
   «Εδώ δεν πρόκειται να μας ψάξουν ποτέ… άμα βρουν και την πόρτα αμπαρωμένη δεν πρόκειται να προσπαθήσουν με τίποτα να την ανοίξουν. Το σπίτι είναι στοιχειωμένο βλέπεις… κανείς δεν πατάει εδώ μέσα…»

   Στον πάνω όροφο είχε τρία μεγάλα υπνοδωμάτια. Το ένα είχε σάπιο πάτωμα και έτσι προτίμησαν να το αποφύγουν. Βγήκαν προσεκτικά στο μεγάλο μπαλκόνι για να ρίξουν μια ματιά έξω. Ακουγόταν πυροβολισμοί ακόμα. Αλλά ήταν μακριά από τη βίλα. Ξάπλωσαν και οι δύο στο μεγάλο κρεβάτι με τον ουρανό. Το στρώμα ήταν γεμάτο σκόνη αλλά είχαν σημαντικότερα πράγματα να σκεφτούν.
   Η Νανά πρώτη ξεκίνησε να αφηγείται τι της είχε συμβεί και όλος τυχαίως ξεκίνησε από την κασέτα που είχε βρει, για να καταλήξει στο διπλό φονικό. Ο Βλαδίμηρος έδειξε αρκετό ενδιαφέρον, αν και η ματωμένη πιτζάμα του είχε μεταμορφωθεί σε αντίσκηνο κάπου στη μέση της αφήγησης. Η Νανά το είχε προσέξει αλλά συνέχισε χωρίς να πει τίποτα, φοβούμενη την πιθανή αντίδραση μια τέτοιας παρατήρησης.
   Όταν τελείωσε η Νανά, ο Βλαδίμηρος ξεκίνησε την δικιά του αφήγηση. Και στη δικιά του, χρησιμοποίησε ως αρχή την κασέτα που βρήκε για να καταλήξει και αυτός σε ένα διπλό φονικό. Η Νανά τον λυπήθηκε αρκετά αλλά όταν άρχισε να της λέει για τα αδέρφια του που έμοιαζαν με ζόμπι, δεν κρατήθηκε και γέλασε δυνατά… μέχρι που κυλιόταν κάτω από το γέλιο. Εκείνος νευρίασε και την έπνιξε. Μετά αυτοκτόνησε… 


Γιώργος Μικάλεφ 2009 


*αν το έχει ξαναδιαβάσει κάποιος τότε εκτός από μένα, θα ξέρει και τη μυστική ταυτότητα του Super Goofy